ὑπεραιωρούντων

ὑπεραιωρούντων
ὑπεραιωρέομαι
pres part act masc/neut gen pl (attic epic doric)
ὑπεραιωρέομαι
pres imperat act 3rd pl (attic epic doric)
ὑπεραιωρέω
suspend
pres part act masc/neut gen pl (attic epic doric)
ὑπεραιωρέω
suspend
pres imperat act 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπεραιωρώ — έω, Α 1. κρατώ κάτι ψηλά («κατακεκλιμένος ὑπὸ δένδρων παντοίας ὑπεραιωρούντων χάριτας», Λιβάν.) 2. ναυτ. αγκυροβολώ για λίγο στα ανοιχτά («τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου», Ηρόδ.) 3. παθ. ὑπεραιωροῡμαι, έομαι κρέμομαι, αιωρούμαι, εκτείνομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”